πυρετολόγος

πυρετολόγος
ο, η, Ν
επιστήμονας εξειδικευμένος στη μελέτη τών διαφόρων μορφών πυρετών, τών αιτίων που τούς προκαλούν, καθώς και τών μεθόδων αντιμετώπισής τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρετός + -λόγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • πυρετολογία — η, Ν 1. κλάδος τής ιατρικής με αντικείμενο έρευνας την εξέταση τών πυρετών, δηλαδή τών διαφόρων μορφών με τις οποίες αυτοί εμφανίζονται, τα αίτια που τούς προκαλούν, καθώς και τις μεθόδους αντιμετώπισής τους 2. πραγματεία σχετικά με τους πυρετούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”